- αλάδωτος
- αλάδωτος, -η, -ο και αλάδιαστος, -η, -ο1. αυτός που δεν έχει λάδι: Άφησε το φαΐ αλάδωτο.2. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δε λερώθηκε με λάδι: Η μηχανή έμεινε αλάδωτη. – Είχε τα ρούχα του αλάδωτα.3. αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, ο αβάφτιστος: Είχαν το παιδί ακόμη αλάδωτο.4. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Στο γραφείο εκείνο δεν είχε μείνει κανένας αλάδωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.