αλάδωτος

αλάδωτος
αλάδωτος, -η, -ο και αλάδιαστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει λάδι: Άφησε το φαΐ αλάδωτο.
2. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δε λερώθηκε με λάδι: Η μηχανή έμεινε αλάδωτη. – Είχε τα ρούχα του αλάδωτα.
3. αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, ο αβάφτιστος: Είχαν το παιδί ακόμη αλάδωτο.
4. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Στο γραφείο εκείνο δεν είχε μείνει κανένας αλάδωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… …   Dictionary of Greek

  • άλαδος — και ανάλαδος, η, ο [λάδι] ο αλάδωτος* …   Dictionary of Greek

  • αλάδιαστος — η, ο [λαδιάζω] ο αλάδωτος* …   Dictionary of Greek

  • ανάλαδος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν περιέχει λάδι, ο άλαδος 2. αυτός που δεν λαδώθηκε με το άγιο Μύρο, αβάφτιστος, αλάδωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λάδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”